κλοτσώ

κλοτσώ
(Μ κλοτσῶ, -άω) [κλότσος]
χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του»)
νεοελλ.
1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν κλοτσάει, μη φοβάσαι»)
2. δείχνω αδιαφορία ή περιφρόνηση σε κάποιον ή σε κάτι, απαρνούμαι (α. «από πολύ καιρό έχει κλοτσήσει τους δικούς του και ζει μόνος» β. «μην κλοτσάς τόσο εύκολα την τύχη σου, η δουλειά αυτή θα σού αποφέρει πολλά»)
3. μτφ. αντιδρώ προβάλλοντας αντιρρήσεις ή έχοντας ενδοιασμούς δεν πείθομαι, τσινώ («τής έχει προτείνει εδώ και καιρό να συνεργαστούν, αλλά εκείνη κλοτσάει ακόμη γιατί θεωρεί την ευθύνη μεγάλη»)
4. (για πυροβόλα όπλα) προξενώ ή υφίσταμαι ανατροχασμό («το όπλο κλότσησε και η σφαίρα πέρασε πάνω από τον στόχο»)
5. παροιμ. «τα άτια όταν κλοτσιώνται, οι γάιδαροι χτυπιώνται» — όταν μαλώνουν οι ισχυροί, ζημιώνονται οι αδύναμοι
6. φρ. α) «το μωρό κλοτσάει» — το έμβρυο κάνει αισθητές από την έγκυο κινήσεις μέσα στη μήτρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλοτσώ — και κλοτσάω κλότσησα, κλοτσήθηκα, κλοτσημένος 1. χτυπώ κάτι ή κάποιον με τα πόδια. 2. έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα πόδια: Το άλογο δεν κλοτσάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλοτσίζω — (Μ) κλοτσώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐ κλότσ ησα τού κλοτσῶ, κατά το σχήμα χάρ ισα: χαρ ίζω] …   Dictionary of Greek

  • κλότσημα — το [κλοτσώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλοτσώ, κλοτσιά, λάκτισμα 2. (για τα πυροβόλα όπλα) η προς τα πίσω κίνηση που γίνεται κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός …   Dictionary of Greek

  • λακτίζω — (AM λακτίζω) 1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.) 2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον μσν. (για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα αρχ …   Dictionary of Greek

  • σπαίρω — Α 1. κινούμαι σπασμωδικά 2. σπαρταρώ, σφαδάζω («σπαίρει ἅλλεται, σκιρτᾷ, πηδᾷ. σκορπίζει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπαίρω συνδέεται με το σημασιολογικά παράλληλο και συχνότερο ἀσπαίρω* «σπαρταρώ», και, σύμφωνα με μια άποψη, έχει… …   Dictionary of Greek

  • υπολακτίζω — Α κλοτσώ κρυφά, ὑπουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λακτίζω «χτυπώ με το πόδι, κλοτσώ»] …   Dictionary of Greek

  • αναλακτίζω — (Α ἀναλακτίζω) 1. κλοτσώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη 2. περιφρονώ, απορρίπτω περιφρονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + λακτίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλάκτιση] …   Dictionary of Greek

  • αντιλακτίζω — ἀντιλακτίζω (Α) 1. ανταποδίδω λάκτισμα, κλοτσιά 2. λακτίζω, κλοτσώ …   Dictionary of Greek

  • απολακτίζω — (AM ἀπολακτίζω) [λακτίζω] απορρίπτω αρχ. 1. διώχνω μακριά κλοτσώντας 2. κλοτσώ …   Dictionary of Greek

  • ασπαίρω — ἀσπαίρω (Α) 1. σπαρταρώ 2. αντιστέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ασπαίρω, όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, αλλά μτγν. και πολύ πιο σπάνιο σπαίρω, συνδέεται με το λιθ. spiriu «χτυπώ με τα πόδια, κλοτσώ» Το αρχικό α τού ρ. είναι υστερογενές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”